- μικροπαντρεμένος
- -η, -ο [μικροπαντρεύω]αυτός που έχει παντρευτεί σε μικρή ηλικία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικροπαντρεμένος — η, ο αυτός που παντρεύτηκε σε μικρή ηλικία: Είναι μικροπαντρεμένη και με την κόρη της είναι σαν αδερφές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικροπαντρεύω — μικροπάντρεψα, μικροπαντρεύτηκα, μικροπαντρεμένος, παντρεύω κάποιον σε μικρή ηλικία: Μικροπαντρεύτηκε αλλά άργησε να κάνει παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)